ανισοτροπία

ανισοτροπία
Όρος της φυσικής που σημαίνει μεταβολή των φυσικών ιδιοτήτων (μηχανικών, θερμικών, οπτικών, μαγνητικών και ηλεκτρικών) μιας ουσίας, ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία αυτή εξετάζεται. Η φυσική α. είναι η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα των κρυστάλλων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι όλες οι ιδιότητές τους εξαρτώνται από τη διεύθυνση. Για παράδειγμα, η πυκνότητα και η ειδική θερμότητα όλων των κρυστάλλων είναι ανεξάρτητες από τη διεύθυνση, ενώ οι θερμικοί συντελεστές γραμμικής διαστολής και η ειδική ηλεκτρική αντίσταση των κρυστάλλων διαφέρουν στη διεύθυνση του κύριου άξονα συμμετρίας και κάθετα σε αυτόν. Επίσης, η ταχύτητα διάδοσης του φωτός σε έναν κρύσταλλο ή ο δείκτης διάθλασής του εξαρτάται από τη διεύθυνση και σε κρυστάλλους με εξαγωνικά, τριγωνικά και τετραγωνικά πλέγματα η διπλή διάθλαση είναι μέγιστη σε διευθύνσεις κάθετες στον κύριο άξονα συμμετρίας και ανύπαρκτη στη διεύθυνση αυτού του άξονα. Από μαθηματική άποψη, οι ανισότροπες ιδιότητες των κρυστάλλων περιγράφονται με διανύσματα και τανυστές, ενώ οι ισότροπες ιδιότητες με μονόμετρα μεγέθη. Άλλα υλικά στα οποία παρατηρείται α., εκτός από τους κρυστάλλους και τους μονοκρυστάλλους, είναι o πιεζοχαλαζίας, ο γραφίτης, τα ινώδη και μεμβρανώδη υλικά κ.ά. Τα πολυκρυσταλλικά υλικά (μέταλλα, κράματα) που αποτελούνται από πολλούς κρυσταλλικούς κόκκους με τυχαίο προσανατολισμό είναι συνήθως ισότροπα ή σχεδόν ισότροπα. Τεχνητή α. μπορεί να δημιουργηθεί σε ένα υλικό που ήταν αρχικά ισότροπο (ή και σε κρυστάλλους), αν βρεθεί αυτό σε ηλεκτρικό ή μαγνητικό πεδίο ή κάτω από μηχανικές επιδράσεις. (Βιολ.) Η α. εμφανίζεται και σε μερικούς ζωικούς ιστούς, όπως οι μύες και τα οστά (οπτική α.). (Βοτ.) Ο όρος α. αναφέρεται στη διαφορετική αντίδραση που εμφανίζουν διάφορα όργανα του φυτού στα εξωτερικά ερεθίσματα. Για παράδειγμα η ρίζα, ο βλαστός και τα φύλλα που με την επίδραση της βαρύτητας και του φωτός η πρώτη πηγαίνει προς τα κάτω, ο δεύτερος προς τα πάνω και τα φύλλα προσανατολίζονται κάθετα στη διεύθυνση τηςφωτεινής δέσμης.
* * *
η
1. η διαφορετική αντίδραση που παρουσιάζουν διάφορα φυτικά όργανα σε εξωτερικά ερεθίσματα, π. χ. στο φως και στη βαρύτητα (η ρίζα πηγαίνει προς τα κάτω, ο βλαστός προς τα πάνω)
2. το φαινόμενο κατά το οποίο η ιδιότητα μιας ουσίας εμφανίζει διαφορετικές τιμές όταν μετριέται κατά μήκος των αξόνων διαφόρων διευθύνσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανισοτροπία — η (φυσ.), ιδιότητα κρυσταλλικών σωμάτων κατά την οποία οι φυσικές σταθερές τους, όπως λ.χ. η διαθλαστικότητα, παίρνουν διαφορετική τιμή ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία εξετάζονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοελαστικότητα — Φαινόμενο που οφείλεται στις διαταραχές μιας φωτεινής ακτίνας, όταν διασχίζει ένα σώμα που καταπονείται μηχανικά. Η φ. εξαρτάται από το γεγονός ότι ένα οπτικά ισότροπο σώμα, δηλαδή με τις ίδιες οπτικές ιδιότητες, οποιαδήποτε και αν είναι η… …   Dictionary of Greek

  • ανισότροπος — η, ο 1. αυτός που εμφανίζει ανισοτροπία 2. «ανισότροπα αβγά» με άνιση κατανομή της λεκίθου στους δύο πόλους …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πιεζοηλεκτρισμός — Ιδιότητα ορισμένων κρυστάλλων να εκδηλώνουν επιφανειακές διανομές ηλεκτρικών φορτίων αντίθετου σημείου, με την επίδραση μηχανικών ελαστικών παραμορφώσεων (ευθύ πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο), ή, αντίστροφα, να παραμορφώνονται, όταν υποβάλλονται στην… …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • Νεέλ, Λουί Εζεν Φελίξ — (Louis Eugene Felix Neel, Λιόν 1904 – 2000). Γάλλος φυσικός. Σπούδασε στο Παρίσι, διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου (1937 45) και μετά (1945) καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ. Υπήρξε επίσης διευθυντής του Πολυτεχνικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”